- υπερόστωση
- η, Νανατ. υπερπλασία, διάχυτη ή περιγεγραμμένη, ενός ή περισσοτέρων οστών, λόγω αυξήσεως τής περιοστικής ή τής ενδοχόνδριας οστέωσης, που οδηγεί στους μεν ανηλίκους σε αύξηση τού πάχους τών οστών, στους δε εφήβους και στα παιδιά σε αύξηση τού μήκους τους (α. «φλοιώδης υπερόστωση» β. «αγκυλωτική υπερόστωση»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperostosis < υπερ-* + οστούν + κατάλ. -ωσις (< ρ. σε -όω, -ῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.